κατακληρουχῆσαι

κατακληρουχῆσαι
κατακληρουχέω
receive as one's portion
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατακληρουχώ — κατακληρουχῶ, έω (Α) 1. παίρνω κάτι ως μερίδιο 2. μοιράζω με άλλους κατακτηθείσα χώρα («τήν... Σικελίαν ἐπεθύμησαν κατακληρουχῆσαι», Διόδ.) 3. παραχωρώ σε κάποιον κάτι ως μερίδιό του 4. δίνω μερίδιο σε εποίκους («τοῑς αὑτοῡ στρατιώταις...Ἰταλίαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”